κατακτεατίζομαι

κατακτεατίζομαι
κατακτεᾰτίζομαι, [dialect] Ep. [tense] fut. -ίσσομαι, [voice] Med.,
A = κατακτάομαι, A.R. 3.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακτεατίζομαι — (Α) κατακτώ, αποκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτεατίζομαι «αποκτώ, κερδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακτεατίσσῃ — κατακτεατίζομαι aor subj mp 2nd sg (epic) κατακτεατίζομαι fut ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”